- τάρακτρον
- τὸ, Α1. εργαλείο για ανακάτεμα2. μτφ. (για πρόσ.) ταραξίας, ταραχοποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταράσσω + επίθημα -τρον (πρβλ. πλήκ-τρον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τάρακτρον — tool for stirring with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράκτορα — τάρακτρον tool for stirring with masc acc sg ταράκτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
κύκαθρο — και κύκηθρο, το (Α κύκηθρον) 1. εργαλείο για ανακάτεμα 2. μτφ. (για πρόσ.) ταραξίας, ανακατωσούρας («καὶ λάλος καὶ συκοφάντης καὶ κύκηθρον καὶ τάρακτρον», Αριστοφ.) νεοελλ. είδος τσάπας με την οποία αναμιγνύεται ο ασβέστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυκῶ… … Dictionary of Greek